χαλκαῖ λ. Agatharch.29
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λατομίς — λατομίς, ίδος, ἡ (Α) γλυπτικό εργαλείο, γλυφίδα, κοπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + πομίς «μαχαίρι»] … Dictionary of Greek
λατομίδες — λατομίς stone chisel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)